- εὔηθες
- εὐήθηςgood-heartedmasc/fem voc sgεὐήθηςgood-heartedneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… … Dictionary of Greek
υπερευήθης — εύηθες, Α πάρα πολύ ανόητος ή αφελής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + εὐήθης «αφελής, χαζός»] … Dictionary of Greek